καλλιέργεια

καλλιέργεια
I
Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις καλλιεργητικές φροντίδες πριν από τη συλλογή.
Μια ειδική κ. χαρακτηρίζεται με έναν σύνθετο όρο από την ονομασία του προϊόντος και τη λέξη κ.: για παράδειγμα ανθοκαλλιέργεια, ορυζοκαλλιέργεια, σιτοκαλλιέργεια.
Οι κ. κατατάσσονται σε διάφορους τύπους, με βάση την απόδοση ανά μονάδα εδάφους, η οποία εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το ύψος των χρησιμοποιούμενων κεφαλαίων και ο αριθμός των εργατικών χεριών. Με το μέτρο αυτό μια κ. καλείται εκτατική, όταν το χρησιμοποιούμενο κεφάλαιο είναι περιορισμένο και η απόδοση εξαρτάται αποκλειστικά από τον παράγοντα γη· η σιτοκαλλιέργεια αποτελεί τυπική μορφή εκτατικής κ. Αντίθετα, όταν μια περιορισμένη χρήση κεφαλαίων συνοδεύεται από αξιοσημείωτη ποσότητα ανθρώπινης εργασίας, τότε πρόκειται για μια δραστήρια κ., όπως είναι η περίπτωση των μικρών χωρικών εκμεταλλεύσεων. Τις μεγαλύτερες αποδόσεις ανά μονάδα επιφάνειας δίνει η εντατική μορφή κ. γιατί σε μια ορισμένη έκταση συγκεντρώνονται μεγάλες ποσότητες εργασίας και κεφαλαίων για την εκτέλεση εγγειοβελτιώσεων και την εφαρμογή ορθολογιστικών συστημάτων κ.
Εκτεταμένες καλλιέργειες μανταρινιών υπάρχουν κυρίως στη Χίο, την Αργολιδοκορινθία, τα Χανιά και την Αχαΐα, σε θέσεις προφυλαγμένες από παγετούς και ανέμους (φωτ.Πρεσβεία Κύπρου).
Καλλιέργεια πατάτας (φωτ. πρεσβεία Κύπρου).
Τα σταφύλια καλλιεργούνται στην Ελλάδα για την παραγωγή κρασιού από τους αρχαίους ήδη χρόνους (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Στη χώρα μας η φράουλα καλλιεργείται κυρίως στη δυτική Μακεδονία.
II
(Ιατρ.). Μέθοδος ανάπτυξης, ταυτοποίησης, παρατήρησης και μελέτης βακτηρίων ή άλλων μικροοργανισμών, κυττάρων ή ιστών σε κατάλληλο θρεπτικό υλικό και ειδικές συνθήκες στο εργαστήριο, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως για ερευνητικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς.
Στις κ. αυτές διασπείρονται σπόρια, κονίδια, τμήματα υφών ή θαλλών σε ειδικά θρεπτικά υλικά, που βρίσκονται μέσα σε γυάλινες κάψουλες, ειδικές φιάλες, τρυβλία ή δοκιμαστικούς σωλήνες. Τα τεχνητά αυτά αποθέματα κ. και ανάπτυξης των μικροοργανισμών μπορεί να είναι υγρά (εκχύλισμα χόρτου, γλεύκος, ζωμός κρέατος ή λαχανικών, γάλα, ορός αίματος, νερό με πεπτόνες ή εμπλουτισμένο με άλλες θρεπτικές ουσίες), ζελατινώδη (άγαρ-άγαρ με διάφορες προσθήκες) ή στερεά (φέτες πατάτας, ψωμιού, ξύλου, γύψου κλπ.), ανάλογα με τις απαιτήσεις. Πιο συχνά χρησιμοποιείται νερό με πεπτόνες, ζάχαρη και άγαρ, νερό με ταρταρικό οξύ και άλλα άλατα, ζωμός καρότων, άγαρ-άγαρ με προσθήκη σακχαρόζης και χλωριούχο νάτριο σε δόσεις περισσότερο ή λιγότερο καθορισμένες. Κάθε μικροβιακό ή μυκητιακό στέλεχος για να αναπτυχθεί καλά έχει ανάγκη από ιδιαίτερες ουσίες, ακόμα και σε ελάχιστες ποσότητες, καθώς και από ένα ορισμένο pH (όξινο ή αλκαλικό), που επιτυγχάνεται με την προσθήκη υδροχλωρικού οξέος ή διάφορων βάσεων.
Οι κ. βακτηρίων, φυκών, μικροσκοπικών μυκήτων κ.ά. χρησιμεύουν για επιστημονικές έρευνες και για την παραγωγή ουσιών που εξυπηρετούν βιολογικούς και ιατρικούς σκοπούς (αντιβιοτικά κ.ά.).
* * *
η [καλλιεργώ]
1. το σύνολο τών εργασιών με τις οποίες η γη εξημερώνεται και βελτιώνεται η γονιμότητά της («η καλλιέργεια τού κήπου»)
2. (για επιστήμη, τέχνη κ.λπ.) η επιμελημένη ασχολία, η προσπάθεια με ζήλο («η καλλιέργεια τών γραμμάτων»)
3. η προσπάθεια ενίσχυσης πνευματικών αγαθών ή ηθικών διαθέσεων και εκδηλώσεων, αλλά και κακών ηθικών διαθέσεων (α. «η καλλιέργεια τής εργατικότητας» β. «η καλλιέργεια τού μίσους
4. (βιολ.-ιατρ.) μέθοδος απομόνωσης και διατήρησης ή ανάπτυξης, σε ειδικό θρεπτικό περιβάλλον, τμημάτων ζωικού ή φυτικού ιστού, κυττάρων ή μικροβίων για βιολογικούς και ιατρικούς σκοπούς
5. στον πληθ. οι καλλιέργειες
τα καλλιεργούμενα φυτά και οι εκτάσεις τις οποίες αυτά τα φυτά καταλαμβάνουν
6. φρ. α) «άνθρωπος με καλλιέργεια» — άνθρωπος με πνευματική και κοινωνική μόρφωση και με ψυχική ανωτερότητα
β) ιατρ. «καλλιέργεια ούρων» — μικροβιολογική εξέταση που γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες γεννιέται το ερώτημα αν ο ασθενής έχει ουρολοίμωξη ή όχι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιέργεια — η η πράξη του καλλιεργώ: Η περιοχή αυτή ευνοεί την καλλιέργεια της πατάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρική καλλιέργεια — Σύστημα καλλιέργειας που μπορεί να αποβεί αποδοτικό σε συμπαγή εδάφη, σε μη αρδευόμενες ζώνες με κλίμα ημίξηρo. Αν και εφαρμόζεται από την αρχαιότητα, μόνο κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα μελετήθηκε ορθολογιστικά και αποτέλεσε τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”